πυρρύλιο

πυρρύλιο
και πυρύλιο, το, Ν
χημ.
1. συνοπτική ονομασία δύο μονοσθενών οργανικών ριζών, ισομερών μεταξύ τους, που προκύπτουν κατά την αφαίρεση ενός ατόμου υδρογόνου από το μόριο τού πυρρολίου
2. φρ. «κατιόν πυρρυλίου»
χημ. χημικό είδος με θετικό ηλεκτρικό φορτίο που προκύπτει κατά την αφαίρεση ενός ατόμου υδρογόνου από το μόριο τού πυρανίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyrryl < pyrrole (βλ. λ. πυρρόλιο) + κατάλ. -yl].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πυρύλιο — το, Ν χημ. βλ. πυρρύλιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”